-
1 ἐπ-ανα-μένω
ἐπ-ανα-μένω (s. μένω), 1) noch länger warten; ἐπανέμειναν διατρίβοντες Her. 8, 141; Ar. Eccl. 790. – 2) dabei erwarten; τινά, Ar. Nuh. 804; τὰς γυναῖκας ἐλϑεῖν Lys. 74; – bevorstehen, ὅτι μ' ἐπαμμένει παϑεῖν Aesch. Prom. 605, vgl. Pers. 807.
См. также в других словарях:
επαναμένω — ἐπαναμένω και ποιητ. τ. ἐπαμμένω (Α) 1. περιμένω για πολύ, αναμένω επί πλέον («ἐπανέμειναν γὰρ οἱ Ἀθηναῑοι διατρίβοντες», Ηρόδ.) 2. απλώς, περιμένω κάποιον και απρόσ. ἐπαμμένει («ὅ, τι μ ἐπαμμένει παθεῑν» ό,τι με περιμένει να πάθω, να υποφέρω,… … Dictionary of Greek